- χωστά
- Νεπίρρ. βλ. χωστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωστά — χωστός made by earth thrown up neut nom/voc/acc pl χωστά̱ , χωστός made by earth thrown up fem nom/voc/acc dual χωστά̱ , χωστός made by earth thrown up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστάς — χωστά̱ς , χωστός made by earth thrown up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωστά — επίρρ. κρυφά, απαρατήρητα («απόκουρφα βγάνει το δαχτυλίδι, με πονηριά, καταχωστά στη χέρα της τό δίδει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωστά «κρυφά»] … Dictionary of Greek
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
χωστός — ή, ό / χωστός, ή, όν, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] αυτός που σχηματίστηκε με την επισώρευση χώματος νεοελλ. 1. αυτός που μετά από έμπηξη στη γη εισχωρεί σε μεγάλο βάθος 2. (ιδίως για υποδήματα) αυτός που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μέρος τού ποδιού 3. μτφ … Dictionary of Greek